- αιματώνω
- αιματώνω και ματώνω -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ως μτβ.1. πληγώνω, βάφω με αίμα: Μάτωσα το σακάκι μου.2. λυπώ κάποιον υπερβολικά: Μου μάτωσε την καρδιά με τα λόγια του. Ως αμτβ.3. υποφέρω από αιμορραγία: Ματώνει συχνά η μύτη μου.4. λυπούμαι κάποιον πολύ: Μάτωσε η ψυχή μου όταν τον είδα σ' αυτά τα χάλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.